Η αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία είναι «η διαταραγμένη ικανότητα να εκτελεί κανείς ηθελημένα κινητικό πρόγραμμα για να αρθρώσει με την προϋπόθεση να μην υπάρχει εμφανής μυϊκή διαταραχή στις δομές που αφορούν το μηχανισμό άρθρωσης» (Love, 1992). Με λίγα λόγια, υπάρχει αδυναμία εκούσιας οργάνωσης/εκτέλεσης των αρθρωτικών κινήσεων για να παραχθεί ομιλία, παρ’ ότι είναι άρτιο το αρθρωτικό σύστημα. Σε παιδιά με αυτή τη διάγνωση συχνά διαπιστώνεται περιορισμένο βάβισμα κατά την βρεφική ηλικία και μειωμένη παραγωγή συμφώνων. Τα παιδιά αυτά χρησιμοποιούν υπερβολικά τις χειρονομίες για να εξυπηρετήσουν τις επικοινωνιακές τους ανάγκες. Επίσης τις περισσότερες φορές παρατηρείται αργή έναρξη της ικανότητας να πιπιλάνε ή επίμονη σιελόρροια. 

Κάποια χαρακτηριστικά της ομιλίας των παιδιών με αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία είναι:

  • Καθυστερημένη έναρξη ομιλίας.

  • Ακατάληπτη παραγωγή ομιλίας. 

  • Παράληψη συμφώνων και αντικαταστάσεις φωνημάτων.

  • Βελτιωμένη ομιλία σε αυτόματες σειρές όπως ήμερες της εβδομάδας, μέτρημα κ.α.

  • Περισσότερα λάθη όταν αυξάνεται το μήκος και η πολυπλοκότητα των λέξεων και φράσεων.

  • Δυσκολίες στην λεκτική μίμηση. 

  • Παράληψη τελικού συμφώνου. 

  • Επανάληψη συλλαβής. 

  • Παλινδρόμηση σε φωνήματα που ήδη έχουν κατακτηθεί.

Στην αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία υπάρχει αστάθεια των φωνολογικών λαθών πράγμα που δεν συμβαίνει στην φωνολογική διαταραχή. Δηλαδή τα φωνολογικά λάθη στην ομιλία τους δεν είναι πάντα τα ίδια.

Η γνωστική ανάπτυξη, η γλωσσική αντίληψη και άλλες ικανότητες του παιδιού όπως είναι η ικανότητα παιχνιδιού τυπικά αναμένουμε να μην είναι επηρεασμένες, χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει πάντα. 

Ένας ικανός θεραπευτής θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει διαφοροδιάγνωση ανάμεσα στη δυσπραξία στη δυσαρθρία και στη φωνολογική διαταραχή.

Για μια πετυχημένη θεραπεία θα πρέπει να γίνει ολιστική προσέγγιση. Πρέπει να εμπλακούν πολλά συστήματα όπως το οπτικό, απτικό, ακουστικό για να αυξηθεί η αισθητηριακή ανατροφοδότηση και να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.